ΔΡΑΣΗ 1.1 – Ανάπτυξη του Ελληνικού Ενοποιημένου Δικτύου Καταγραφής της Εδαφικής Κίνησης
Η υφιστάμενη κατάσταση των δικτύων καταγραφής της εδαφικής κίνησης χαρακτηρίζεται από μη ολοκληρωμένη ενοποίηση και από ανομοιογενείς βάσεις δεδομένων. Το Εθνικό Σεισμολογικό Δίκτυο δεν περιλαμβάνει όλους τους σεισμολογικούς φορείς που έχουν υποδομές δικτύων. Επιπρόσθετα, δεν υφίσταται κεντρική πύλη σε βάσεις δεδομένων όπου ένας εξωτερικός χρήστης θα μπορούσε να έχει πρόσβαση στο σύνολο των δεδομένων. Η ανταλλαγή σε πραγματικό χρόνο των σεισμικών καταγραφών εδαφικής κίνησης μεταξύ των φορέων δεν γίνεται με ενιαίο και διεθνώς αποδεκτό πρωτόκολλο/ λογισμικό αλλά υλοποιείται με ποικιλία αυτών, αυξάνοντας την πολυπλοκότητα των υποδομών του χρόνου και κόστους συντήρησής τους. Τα δύο (2) μεγαλύτερα δίκτυα επιταχυνσιογράφων συνεχούς καταγραφής (ΙΤΣΑΚ/ΟΑΣΠ και ΓΕΙΝ/ΕΑΑ), ενώ έχουν τα ίδια λογισμικά και πρωτόκολλα ανταλλαγής και αποθήκευσης δεδομένων, δεν είναι ενοποιημένα. Τα δίκτυα σταθμών GNSS ανταλλάσσουν μερικώς και κατά περίπτωση δεδομένα μεταξύ τους και δεν υπάρχει κεντρικό αποθετήριο με το σύνολο των καταγραφών. Η απρόσκοπτη πρόσβαση στα δεδομένα καταγραφής εδαφικής κίνησης σε πραγματικό χρόνο αλλά και σε ενιαία και ομοιογενή αποθετήρια απαιτεί, εκτός από το σύνολο των καταγραφών εδαφικής κίνησης, και την ποσοτικοποιημένη εκτίμηση της ποιότητάς τους με βάση τα διεθνή πρότυπα.
Το 2006, μέσω του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ανταγωνιστικότητα και Επιχειρηματικότητα - ΕΠΑΝ», χρηματοδοτήθηκε η συγκρότηση του «Ενιαίου Εθνικού Σεισμολογικού Δικτύου» ώστε να γίνει δυνατή η διασύνδεση των τεσσάρων (4) σεισμολογικών δικτύων της χώρας: του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (με κωδικό δικτύου HL και κατανομή σταθμών σε όλη την Ελληνική επικράτεια), του Τομέα Γεωφυσικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (με κωδικό δικτύου HT εστιασμένου στη Βόρεια Ελλάδα), του Τομέα Γεωφυσικής και Γεωθερμίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (με κωδικό δικτύου HA εστιασμένου στην κεντρική Ελλάδα) και του Τομέα Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Πατρών (με κωδικό δικτύου HP εστιασμένου στη Δυτική Ελλάδα). Κατά συνέπεια, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για λεπτομερέστερη και ακριβέστερη καταγραφή της σεισμικής δραστηριότητας της χώρας μας, για άμεση, λεπτομερή και εγκυρότερη ενιαία πληροφόρηση της Πολιτείας και του κοινού, για κοινή παρακολούθηση και ανταλλαγή όλων των διαθέσιμων στοιχείων μεταξύ των φορέων αναφορικά με τη σεισμικότητα στη χώρα μας, για ενιαίο υπολογισμό των σεισμικών παραμέτρων, για έκδοση κοινών ανακοινωθέντων, για σύνταξη εθνικού καταλόγου σεισμών, για συγκέντρωση πρωτογενών στοιχείων για έρευνα και δυνατότητα άμεσης διάθεσής τους στην επιστημονική κοινότητα, για ακριβέστερο προσδιορισμό της σεισμικής επικινδυνότητας στη χώρα μας, και, γενικότερα, για την ποιοτική αναβάθμιση των σεισμολογικών δεδομένων και της σεισμολογικής έρευνας.
Το ΕΕΔΣ άρχισε να υλοποιείται από τα τέλη του 2007 και έφτασε κατά τη διάρκεια χρηματοδότησης του έργου να αποτελείται από εκατόν είκοσι (120) σταθμούς. Τα τέσσερα (4) δίκτυα ανταλλάσσουν σε πραγματικό χρόνο μέσω των αντίστοιχων κεντρικών εξυπηρετητών τους, και με τη χρήση του εμπορικού λογισμικού Naqs, δεδομένα συνεχούς καταγραφής από τους σεισμολογικούς σταθμούς. Επιπρόσθετα, το σεισμολογικό δίκτυο του ΤΕΙ Κρήτης (HC), εστιασμένο σε περιοχές γύρω από την Κρήτη, ανταλλάσσει δεδομένα μεσώ του πρωτοκόλλου Seedlink με τα δίκτυα HL και HT.
Το ΓΕΙΝ/ΕΑΑ και το ΙΤΣΑΚ/ΟΑΣΠ λειτουργούν επίσης δίκτυα επιταχυνσιογράφων σε εθνική κλίμακα. Μέχρι και το έτος 2008 τα όργανα, αν και ψηφιακής τεχνολογίας, υστερούσαν σε δυνατότητες διαδικτυακής επικοινωνίας, συνεχούς καταγραφής και χρονισμού. Τα δύο (2) δίκτυα αριθμούσαν συνολικά λιγότερα από διακόσια (200) όργανα. Οι δύο (2) φορείς διατηρούσαν μια άτυπη συνεργασία η οποία τελικά απέφερε την πρώτη ομοιογενή βάση δεδομένων καταγραφών ισχυρής εδαφικής δόνησης (HEAD, 2003) και εθνικές σχέσεις απόσβεσης. Το 2008 ο ΟΑΣΠ ενίσχυσε οικονομικά το ΓΕΙΝ/ΕΑΑ και το ΙΤΣΑΚ/ΟΑΣΠ για τη δημιουργία και λειτουργία του Εθνικού Δικτύου Ισχυρής Εδαφικής Κίνησης με σύγχρονους σταθμούς επιταχυνσιογράφων συνεχούς καταγραφής. Αν και τα νέα καταγραφικά [που αύξησαν τον αριθμό των εγκατεστημένων οργάνων σε περισσότερα από τριακόσια πενήντα (350)] είναι του ίδιου τύπου (αισθητήρες, ψηφιοποιητές, δυνατότητες μετάδοσης, λογισμικό) τα δύο (2) δίκτυα δεν ενοποιήθηκαν στα πρότυπα του ΕΣΔ και ο κάθε φορέας εξακολουθεί να διαχειρίζεται μεμονωμένα τις καταγραφές.
Τα δεδομένα σεισμικών κυματομορφών από σεισμολογικούς σταθμούς στην Ελλάδα και στη Νοτιονατολική Μεσόγειο συμπεριλαμβάνονται στον νέο Εθνικό και Περιφερειακό Κόμβο EIDA, ο οποίος λειτουργεί στο ΓΕΙΝ/ΕΑΑ από το 2016. Το Ευρωπαϊκό Αποθετήριο EIDA είναι ένα ομοσπονδιακό κέντρο ψηφιακών δεδομένων το οποίο αρχειοθετεί και παρέχει σεισμικές κυματομορφές και τα σχετικά μεταδεδομένα από την Ευρωπαϊκή ερευνητική υποδομή. Η υλοποίηση και λειτουργία του Ελληνικού εθνικού περιφερειακού κόμβου EIDA είναι η πρώτη προσπάθεια, σε εθνικό επίπεδο, απεριόριστης παροχής και απρόσκοπτης πρόσβασης σε δεδομένα σεισμικών κυματομορφών της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής στην παγκόσμια ερευνητική κοινότητα (http://eida.gein.noa.gr). Έως τώρα παρέχεται απρόσκοπτη πρόσβαση σε δεδομένα: α. του δικτύου HL με όλους τους σεισμολογικούς σταθμούς με αισθητήρες ευρέως φάσματος (broadband) και ισχυρής εδαφικής κίνησης (strong motion) καθώς και κάποιους επιλεγμένους ανεξάρτητους σταθμούς ισχυρής εδαφικής κίνησης, β. των περισσότερων σεισμολογικών σταθμών του δικτύου HP με αισθητήρες ευρέως φάσματος (broadband) και ισχυρής εδαφικής κίνησης (strong motion), γ. του δικτύου HC με όλους τους σεισμολογικούς σταθμούς με αισθητήρες ευρέως φάσματος, δ. του Κυπριακού δικτύου CQ με οκτώ (8) σεισμολογικούς σταθμούς ευρέως φάσματος και δύο (2) υποθαλάσσιους σταθμούς (OBS), ε. του ειδικού δικτύου ισχυρής εδαφικής κίνησης EG του EUROSEISTEST.
Την τελευταία 10ετία, η εδαφική παραμόρφωση στην Ελλάδα καταγράφεται και παρακολουθείται με πολύ μεγάλη ακρίβεια με τη βοήθεια δορυφορικών τεχνικών εντοπισμού. Για τον σκοπό αυτό το ΓΕΙΝ/ΕΑΑ ίδρυσε το εθνικό γεωδαιτικό δίκτυο ΝΟΑΝΕΤ. Τα γεωδαιτικά δεδομένα του ΝΟΑΝΕΤ καταγράφονται ψηφιακά με συχνότητα 1 Hz, η οποία είναι εφάμιλλη αυτής των αντίστοιχων δικτύων των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας, της Ιταλίας, κ.λπ. Στη συνέχεια μεταδίδονται σε πραγματικό χρόνο στις κεντρικές εγκαταστάσεις του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου στο Θησείο όπου καταχωρούνται και επεξεργάζονται με ειδικά λογισμικά (με χρήση τροχιών δορυφόρων από διεθνή κέντρα) και χρησιμεύουν στον προσδιορισμό της θέσης του σταθμού με ακρίβεια 1 mm καθώς και της ταχύτητας με ακρίβεια 1 mm/yr. Αντίστοιχα περιφερειακά δίκτυα GNSS λειτουργούν στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο Πανεπιστήμιο Πατρών και στο ΤΕΙ Κρήτης.
Το έτος 2006, το ΓΕΙΝ/ΕΑΑ εγκατέστησε για πρώτη φορά στην Ελλάδα σύστημα συνεχούς μέτρησης της παραμόρφωσης του στερεού φλοιού σε πραγματικό χρόνο, γνωστό και ως continuous Global Positioning System (cGPS). Σήμερα λειτουργούν είκοσι δύο (22) σταθμοί στην Ελληνική επικράτεια. Επιπλέον, το ΓΕΙΝ/ΕΑΑ ανταλλάσσει και αρχειοθετεί ημερήσια δεδομένα και από δεκάδες άλλους γεωδαιτικούς σταθμούς cGPS στην Ελληνική επικράτεια. Τα δεδομένα cGPS παρέχονται ελεύθερα από το Ελληνικό κεντρικό αποθετήριο GSAC http://194.177.194.238:8080/noanetgsac του ΓΕΙΝ/ΕΑΑ.
Η Δράση 1.1 αποσκοπεί στην ανάπτυξη του Ελληνικού ενοποιημένου δικτύου καταγραφής της εδαφικής κίνησης. Τα δίκτυα σεισμολογικών, ισχυρής εδαφικής κίνησης και GNSS σταθμών θα ανταλλάσσουν δεδομένα μεταξύ τους σε πραγματικό χρόνο με σκοπό την ομογενοποίηση των παρεχόμενων σεισμολογικών υπηρεσιών. Ταυτόχρονα, τα δεδομένα αυτά θα είναι διαθέσιμα μέσω των Εθνικών κόμβων δεδομένων EIDA και GSAC στη διεθνή σεισμολογική κοινότητα, με σκοπό την ενίσχυση, μέσω της χρήσης των δεδομένων αυτών, της έρευνας στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιο-Ανατολικής Μεσογείου. Οι στόχοι είναι: η ανταλλαγή δεδομένων σε πραγματικό χρόνο με πρωτόκολλο SeedLink από όλους τους φορείς του Ενιαίου Εθνικού Σεισμολογικού Δικτύου, η παροχή από όλους τους φορείς του Ενιαίου Εθνικού Σεισμολογικού Δικτύου δεδομένων και μεταδεδομένων στον Εθνικό κόμβο EIDA, η ανταλλαγή δεδομένων σε πραγματικό χρόνο από όλα τα δίκτυα GNSS και η παροχή από όλους τους φορείς με σταθμούς GNSS δεδομένων και μεταδεδομένων στον Εθνικό κόμβο GSAC.
Ποιοτικός Έλεγχος Δεδομένων Σεισμολογικών Δικτύων
Η αξιοποίηση σεισμολογικών δεδομένων απαιτεί τη μέτρηση και ποσοτικοποίηση των παραμέτρων ποιότητας συνεχών καταγραφών εδαφικής κίνησης και σεισμικού θορύβου. Η ποιότητα των δεδομένων δεν είναι σταθερή στο χρόνο, και καθορίζεται από τον τρόπο και τη θέση εγκατάστασης, την ποιότητα των αισθητήρων, την τηλεμετρία και τις πιθανές βλάβες εξοπλισμού. Αρχικά θα ερευνηθεί η ποιότητα των δεδομένων που βρίσκονται ήδη στο κεντρικό αποθετήριο EIDA σε σχέση με την πληρότητά τους, π.χ. τα κενά στη μετάδοση (gaps), το φασματικό εύρος μέτρησης της εδαφικής κίνησης και εν τέλει την ορθή λειτουργία των οργάνων. Με την ολοκλήρωση του έργου θα γίνει αποτίμηση και σύγκριση των ποιοτικών χαρακτηριστικών των σταθμών και των δικτύων που αναβαθμίστηκαν.
Ενιαίο Εθνικό Σεισμολογικό Δίκτυο
Όλοι οι φορείς του Ενιαίου Εθνικού Σεισμολογικού Δικτύου θα παρέχουν δύο (2) ανεξάρτητες στατικές διευθύνσεις IP σε ξεχωριστούς εξυπηρετητές για διάθεση των σταθμών του δικτύου τους σε πραγματικό χρόνο με πρωτόκολλο SeedLink στους υπόλοιπους φορείς. Έτσι ο κάθε φορέας, ανάλογα με τις ανάγκες του, μπορεί ή όχι να ανακτά δεδομένα σε πραγματικό χρόνο για τις υπηρεσίες που παρέχει. Συνίσταται σε όσους φορείς δεν διαθέτουν ήδη να ερευνήσουν τη δυνατότητα φιλοξενίας στις εγκαταστάσεις τους κόμβου ΣΥΖΕΥΞΙΣ ώστε να υπάρχει και εναλλακτική όδευση δεδομένων και συνδέσεων εκτός του ΕΔΕΤ. Όλοι οι φορείς θα καλύπτονται από τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που θα περιγράφει το ανανεωμένο μνημόνιο συνεργασίας (MoU) του Εθνικού Σεισμολογικού Δικτύου.
Εθνικός Κόμβος Διάθεσης Σεισμολογικών Δεδομένων EIDA
Ο εθνικός και περιφερειακός κόμβος EIDA που λειτουργεί από το 2016 στο ΕΑΑ θα αναβαθμιστεί και θα εμπλουτιστεί με δεδομένα σταθμών ευρέως φάσματος και ισχυρής εδαφικής κίνησης από το σύνολο των δικτύων του Ενιαίου Εθνικού Σεισμολογικού Δικτύου. Το δίκτυο ΗL θα προσθέσει το σύνολο των σταθμών ισχυρής εδαφικής κίνησης. Το δίκτυο HP θα διαθέσει το σύνολο των σταθμών του. Θα προστεθεί το σεισμολογικό δίκτυο HA και το δίκτυο ισχυρής εδαφικής κίνησης ΗΙ. To δίκτυο HT (και τα δεδομένα του) θα περιέλθει στον εθνικό κόμβο EIDA από τον κόμβο EIDA του GFZ. Όλοι οι εταίροι θα υπογράψουν μνημόνιο συνεργασίας και συναντίληψης. Σε συνέργεια με το Η2020 EPOS-IP, ο κόμβος θα αναπτύξει εργαλεία ποιοτικού ελέγχου των δεδομένων και μεταδεδομένων (quality control) και θα είναι τεχνικά ενημερωμένος με τις τελευταίες εξελίξεις σχετικού λογισμικού. Ο κόμβος θα διαθέτει μηχανισμό εναλλακτικής σύνδεσης ή εφεδρείας (failover) και σύστημα εξισορρόπησης φορτίου του δικτύου (network load balancing) που θα ενεργοποιείται χωρίς χειροκίνητη παρέμβαση μεταξύ δύο (2) εξυπηρετητών και των αντίστοιχων βάσεων δεδομένων σε δυο (2) διαφορετικές εγκαταστάσεις του ΕΑΑ στην Αθήνα (Θησείο - Πεντέλη). Μία τρίτη εγκατάσταση με αντίστοιχο εξυπηρετητή και βάση δεδομένων θα προστεθεί σε χώρο του ΑΠΘ στην Θεσσαλονίκη.
Δεδομένα από Δίκτυα GNSS
Θα διερευνηθεί και παρουσιαστεί η υφιστάμενη κατάσταση για τη μελέτη της τεκτονικής παραμόρφωσης στην Ελλάδα. Η ανάλυση της ποιότητας των δεδομένων 30-s rinex (π.χ. λόγος SNR, multipath L1, L2, αριθμός δορυφόρων) των μόνιμων σταθμών των δικτύων GNSS θα πραγματοποιηθεί με χρήση ειδικών λογισμικών (π.χ. TEQC, LEICA QC) με σκοπό την τεκμηρίωση της χρήσης των δεδομένων για τη μέτρηση της παραμόρφωσης στον Ελλαδικό χώρο.
Εθνικός Κόμβος GSAC Διάθεσης Δεδομένων Σταθμών GNSS
Ο εθνικός κόμβος GSAC θα ενσωματώσει τους μόνιμους σταθμούς των εταίρων του HELPOS καθώς και δεδομένων από τοπικά (φορητά) δίκτυα GPS ανά την Ελλάδα. Τα δεδομένα προς ενσωμάτωση αφορούν σε: α) παρατηρήσεις GPS (όπου διατίθενται και GLONASS, GALILEO, BEIDOU) με τη μορφή αρχείων 30-s rinex, β) παρατηρήσεις GPS σεισμικών γεγονότων (event files) με τη μορφή αρχείων 1-s rinex, εφόσον διατίθενται, και γ) ημερήσια αρχεία ποιότητας των σταθμών GNSS.
Διασύνδεση με EPOS-ERIC
Η ενίσχυση των υφιστάμενων υποδομών καταγραφής της εδαφικής κίνησης υπαγορεύεται από τον Ευρωπαϊκό Χάρτη Ερευνητικών Υποδομών (ESFRI). Ένα από τα σχετικά έργα είναι το European Plate Observing System (EPOS), μια ολοκληρωμένη ερευνητική υποδομή για τις επιστήμες της Γης η οποία έχει συμπεριληφθεί στον οδικό χάρτη του ESFRI από τον Δεκέμβριο του 2008 (www.epos-ip.org). Στην ουσία αποτελεί ένα σχέδιο ενοποίησης και ομογενοποίησης των υπαρχόντων εθνικών ερευνητικών υποδομών. To 2018 το EPOS θα δημιουργήσει ένα νομικό Ευρωπαϊκό ερευνητικό εταιρικό σχήμα European Research Infrastructure Consortium – ERIC. Το νομικό πλαίσιο ERIC θα παρέχει στο EPOS τη νομική και νόμιμη υπόσταση η οποία θα αναγνωρίζεται από όλα τα κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα προσαρμόζεται στις προδιαγραφές των υποδομών. Η άμεση υποστήριξη και χρηματοδότηση μέσω του HELPOS των κόμβων παροχής δεδομένων αλλά και των δικτύων που παρέχουν δεδομένα σε αυτούς θα συμβάλει εξωστρεφώς στον Ευρωπαϊκό Χάρτη Ερευνητικών Υποδομών και ειδικά στο EPOS-ERIC που δημιουργείται τώρα. Η αισθητή παρουσία της Ελλάδας με υποδομές και υπηρεσίες δικτύων καταγραφής της εδαφικής κίνησης στην υποδομή EPOS, όπου η σεισμολογία και η γεωδαισία αποτελούν ξεχωριστούς και διακριτούς πυλώνες, αυξάνει το κύρος της και κάνει δυνατή τη μέγιστη απορρόφηση μελλοντικών Ευρωπαϊκών κονδυλίων. Δημιουργείται, επίσης, μέσω της ανάπτυξης των κατάλληλων αυτών υποδομών και των μηχανισμών παρακολούθησής τους, η μεταφορά της έρευνας από τα εργαστήρια στην πραγματική οικονομία. Αυτό θα επιτευχθεί ειδικά με τη βελτίωση της ερευνητικής ικανότητας της χώρας, έως ένα από τα πιο ενεργά και αναγνωρίσιμα μέλη της ΕΕ, στο καινοτόμο οικοσύστημα της συνεχούς παρακολούθησης της εδαφικής κίνησης, συμβάλλοντας ενεργά με δεδομένα, υπηρεσίες και ερευνητικά αποτελέσματα στον ενιαίο Ευρωπαϊκό χώρο έρευνας.
ΔΡΑΣΗ 1.2 – Ειδικά Δίκτυα Επιταχυνσιογράφων του Ελλαδικού Χώρου με Ιδιαίτερο Ενδιαφέρον για Μελέτες Πολιτικού Μηχανικού
Στόχος της Δράσης 1.2 είναι η δικτύωση των εταίρων που διατηρούν ειδικά δίκτυα επιταχυνσιογράφων, δηλ. μεμονωμένους επιταχυνσιογράφους ή διατάξεις επιταχυνσιογράφων σε τεχνικά έργα, μεγάλες υποδομές και κτήρια. Στο πλαίσιο της δράσης θα γίνει καταγραφή των υπαρχόντων ειδικών κτηρίων, του τρόπου συλλογής και διάθεσης των δεδομένων τους και των μέχρι σήμερα χρήσεων των δεδομένων τους. Θα προταθούν κατευθυντήριες γραμμές (guidelines) για την εγκατάσταση μελλοντικών αντίστοιχων δικτύων (είδος αισθητήρων, αριθμός ανάλογα με το είδος του τεχνικού έργου ή της υποδομής γενικότερα) και επιθυμητή μορφή των δεδομένων, λαμβάνοντας υπόψη της ιδιαίτερες ανάγκες της Ελληνικής ερευνητικής κοινότητας και των ιδιαιτεροτήτων του σεισμικού κινδύνου στη χώρα. Επιπρόσθετα, θα προταθούν συγκεκριμένα πεδία μεταδεδομένων που θα είναι απαραίτητα για την ορθή χρήση των δεδομένων από νέους χρήστες, και τα οποία θα είναι σε εναρμόνιση με τις αντίστοιχες Ευρωπαϊκές πρακτικές (αυτές που διαμορφώνονται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού προγράμματος EPOS). Τέλος, θα προσδιοριστούν συγκεκριμένες δράσεις που θα πρέπει να υλοποιηθούν σε κάθε δίκτυο ειδικά, αλλά και συνολικά από τους εταίρους, προκειμένου να γίνει η ομογενοποίηση των υπαρχόντων δεδομένων των ειδικών δικτύων. Απώτερος στόχος είναι τα δεδομένα των δικτύων αυτών να ενσωματωθούν σε υπάρχοντα ή νέα κανάλια διάχυσης (π.χ. κόμβους τύπου EIDA) όταν το δίκτυο HELPOS περιέλθει στην πλήρη λειτουργική του φάση.
Το δίκτυο των εταίρων που θα υποστηρίξει τη δράση διαθέτει πολύχρονη εμπειρία στην ανάπτυξη και διαχείριση ειδικών δικτύων, και συντονίζει το μεγαλύτερο αριθμό ειδικών δικτύων που βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε λειτουργία στη χώρα. Ενδεικτικά αναφέρεται το μοναδικό στον Ευρωπαϊκό χώρο και από τα λίγα στο είδος του σε παγκόσμιο επίπεδο δίκτυο EUROSEISTEST, η ανάπτυξη του οποίου, και σε μεγάλο βαθμό η πολύχρονη (> 20 χρόνια) λειτουργία του, έχει χρηματοδοτηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ τα δεδομένα του έχουν αποτελέσει τη βάση για μεγάλο αριθμό ερευνητικών εργασιών (http://euroseisdb.civil.auth.gr). Ενδεικτικά αναφέρεται, επίσης, το εκτεταμένο δίκτυο επιταχυνσιογράφων της Αθήνας που λειτουργεί από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και μπορεί να θεωρηθεί ως δίκτυο μεγάλου αστικού κέντρου που καλύπτει διαφορετικές εδαφικές συνθήκες και με δεδομένα που αφορούν σεισμούς διαφορετικών χαρακτηριστικών. Τα δεδομένα του συνόλου των δέκα (10) ειδικών δικτύων που λειτουργούν οι εταίροι είναι μεγάλης σπουδαιότητας για την πρόοδο της έρευνας σε θέματα τεχνικής σεισμολογίας, γεωτεχνικής σεισμικής μηχανικής, αλλά και γενικότερες εφαρμογές πολιτικού μηχανικού, και αυτό τεκμαίρεται από το πλήθος των προπτυχιακών, μεταπτυχιακών και άλλων ερευνητικών εργασιών που έχουν δημοσιευθεί κατά το παρελθόν. Μέσω της συγκεκριμένης δράσης του HELPOS επιδιώκεται η περαιτέρω διάχυση και αξιοποίηση των μέχρι σήμερα συλλεγμένων δεδομένων. Επιδιώκεται, επίσης, η αξιοποίηση της εμπειρίας των εταίρων στην πολύχρονη λειτουργία ειδικών δικτύων ως προς την περιγραφή/ διατύπωση των συστάσεων που θα διασφαλίσουν τη συμβατότητα και αποτελεσματική λειτουργία άλλων αντίστοιχων δικτύων που εγκαθίστανται ή θα εγκατασταθούν στο μέλλον σε κτήρια, τεχνικά έργα και άλλες σημαντικές υποδομές του Ελλαδικού χώρου.
ΔΡΑΣΗ 1.3 – Φορητά Δίκτυα Καταγραφής της Εδαφικής Κίνησης και Απόκρισης των Κατασκευών
Εκτός από τα διάφορα μόνιμα δίκτυα καταγραφής της εδαφικής κίνησης, συχνά χρησιμοποιούνται και φορητά δίκτυα, τόσο για το έδαφος όσο και για τις κατασκευές. Η χρησιμοποίηση φορητών δικτύων είναι πολύ συνηθισμένη σε περιπτώσεις έντονων σεισμικών εξάρσεων. Όμως τα φορητά δίκτυα χρησιμοποιούνται και σε πολλές περιπτώσεις ερευνητικών δραστηριοτήτων (καταγραφή μικροσεισμικότητας, μελέτες δομής του φλοιού και του ανώτερου μανδύα, ενοργάνωση κατασκευών, κ.λπ.). Ειδικότερα στην Ελλάδα, πριν από την ανάπτυξη των σύγχρονων μόνιμων δικτύων καταγραφής της εδαφικής κίνησης, τα φορητά δίκτυα (ειδικότερα οι φορητοί σεισμογράφοι) χρησιμοποιήθηκαν σε μεγάλη έκταση.
Στόχος της παρούσας δράσης είναι: 1) Η συγκέντρωση των όσο το δυνατόν περισσότερων καταγραφών (είτε ψηφιακών είτε με μορφή καταλόγων σεισμικότητας) από τα διάφορα φορητά δίκτυα που κατά καιρούς και ανά περίπτωση εγκαταστάθηκαν στον Ελληνικό χώρο. 2) Η δημιουργία δεξαμενής (pool) φορητών οργάνων με συνεισφορά από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, τα οποία θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους εταίρους. 3) Η συγκέντρωση των συμπερασμάτων και των αποτελεσμάτων των μετρητικών δικτύων σε κατασκευές είτε πριν είτε μετά το σεισμό για να διαπιστωθούν τα δυναμικά χαρακτηριστικά και η βελτίωση των μοντέλων, και να βελτιωθεί ο αντισεισμικός κανονισμός.
ΔΡΑΣΗ 1.4 – Δίκτυο Έγκαιρης Προειδοποίησης για Τσουνάμι
Επιδιώκεται η δραστική βελτίωση της 24ωρης λειτουργίας του Εθνικού Κέντρου Προειδοποίησης για Τσουνάμι (ΕΚΠΤ) του ΓΕΙΝ/ΕΑΑ με την αναβάθμιση των υποδομών του κεντρικού συστήματος και με την εγκατάσταση τοπικού συστήματος προειδοποίησης στον Κορινθιακό κόλπο που δεν καλύπτεται από το κεντρικό σύστημα. Το ΕΚΠΤ ανέπτυξε κεντρικό σύστημα που είναι επιχειρησιακό από το 2012, και μετά από ισχυρούς υποθαλάσσιους σεισμούς στην Ελλάδα και την Αν. Μεσόγειο αποστέλλει μήνυμα προειδοποίησης σε επιλεγμένους φορείς (Γεν. Γραμμ. Πολιτικής Προστασίας - ΓΓΠΠ, χώρες - μέλη στην Ευρώπη - Μεσόγειο, ERCC - Βρυξέλλες, IOC/ UNESCO - Παρίσι, JRC - Ιταλία). Ο μέσος χρόνος αποστολής μηνύματος είναι 8-12 λεπτά από τη γένεση του σεισμού. Η ΓΓΠΠ χρειάζεται πρόσθετο χρόνο αναμετάδοσης του μηνύματος σε άλλους αποδέκτες.
Για τη βελτίωση του συστήματος είναι αναγκαία η πύκνωση του δικτύου παλιρροιογράφων που σήμερα έχει δέκα επτά (17) σταθμούς. Σχεδιάζεται η εγκατάσταση τριών (3) νέων σταθμών [οι δύο (2) θα διατεθούν δωρεάν από το JRC, ο 3ος έχει ήδη αποκτηθεί από το ΓΕΙΝ/ΕΑΑ). Το κόστος θα αφορά μόνο σε αμοιβή εξωτερικού συνεργάτη για μεταφορά/ εγκατάσταση του εξοπλισμού. Ακόμη, θα γίνει αναβάθμιση των παλιρροιογράφων στο Καψάλι Κυθήρων, στην Κορώνη, στην Παλιόχωρα και στη Χρυσοσκαλίτισσα Χανίων με την προσθήκη ρυθμιστών φόρτισης, για διαχείριση παροχής ρεύματος χωρίς διακοπές, και Tinycontrol για αυτόματη ή κατά παραγγελία επανεκκίνηση από την Αθήνα. Για την αναβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών με την ένταξη χαρτών και εικόνων στα μηνύματα προειδοποίησης, θα γίνει προμήθεια εξοπλισμού ARCGIS για desktop πολλαπλών θέσεων με extensions. Αυτή η αναβάθμιση υπηρεσιών έχει ήδη προταθεί από το δίκτυο ΝΕΑ-ΜTWS/ IOC/ UNESCO στο οποίο το ΕΚΠΤ συμμετέχει. Τα PCs που σήμερα χρησιμοποιεί το ΕΚΠΤ δεν είναι κατάλληλα για 24ωρη λειτουργία. Προγραμματίζεται η προμήθεια και εγκατάσταση ενός workstation και disk array για την αναβάθμιση της 24ωρης εσωτερικής λειτουργίας του ΕΚΠΤ.
Το ΙΩ/ΕΛΚΕΘΕ θα διαθέσει στο σύστημα ψηφιακές καταγραφές από τον υποθαλάσσιο αισθητήρα τσουνάμι και σεισμογράφο της πλατφόρμας που αναπτύσσει στην υποθαλάσσια περιοχή της Πύλου (ΕMSOHELLAS, Εθνικός Οδικός Χάρτης Ερευνητικών Υποδομών). Προβλέπεται η προμήθεια και εγκατάσταση servers για τον πρωτογενή σταθμό λήψης δεδομένων και αναβάθμιση της δικτυακής σύνδεσης του σταθμού της Μεθώνης με το επιχειρησιακό κέντρο του συστήματος ΠΟΣΕΙΔΩΝ. Προγραμματίζεται η μεταφορά καταγραφών από παλιρροιογράφους του Εργαστηρίου Ανώτερης Γεωδαισίας του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (π.χ. Καστελλόριζο, Αγ. Ευστράτιος). Έτσι σχεδιάζεται η δημιουργία, για πρώτη φορά στη χώρα, μίας ενιαίας, εθνικής υποδομής για την αξιοποίηση του παλιρροιογραφικού εξοπλισμού που διαθέτουν οι σχετικοί βασικοί φορείς. Για την άμεση εκτίμηση του μεγέθους σεισμών που μπορεί να προκαλέσουν τσουνάμι θα πραγματοποιηθεί στο ΓΕΙΝ/ΕΑΑ έρευνα για την αξιοποίηση καταγραφών GPS του υπάρχοντος δικτύου είκοσι (20) σταθμών και των πέντε (5) νέων σταθμών που έχει δρομολογηθεί να εγκατασταθούν στη Δ. Ελλάδα στο πλαίσιο Συμφωνητικού Συνεργασίας με το INGV, Ρώμη.
Σε κλειστές περιοχές, η κάλυψη που παρέχει το κεντρικό σύστημα είναι ανεπαρκής, π.χ. στον Κορινθιακό κόλπο, γιατί οι εστίες σεισμών βρίσκονται πολύ κοντά στις ακτές και οι χρόνοι διαδρομής των τσουνάμι είναι της τάξης μόνο λίγων λεπτών. Στο παρελθόν, ο Κορινθιακός επλήγη από τσουνάμι με πολλά θύματα (1402, 1748, 1817, 1861, 1963). Σχεδιάζεται η εγκατάσταση συστήματος σεισμικών ειδοποιητών [οκτώ (8) συσκευές - τέσσερα (4) ζεύγη] σε τέσσερις (4) παράκτιες θέσεις, δύο (2) στη νότια και δύο (2) στη βόρεια ακτή του Κορινθιακού. Για την ελαχιστοποίηση του χρόνου ειδοποίησης, το σύστημα πρέπει να διαθέτει κατάλληλα τεχνικά χαρακτηριστικά και να εκτελεί ειδικές λειτουργίες. Οι σεισμικοί ειδοποιητές εγκαθίστανται σε δημόσια κτήρια (Πυροσβεστικής, ΟΤΑ), σε ζεύγη ανά κτήριο. Αποστέλλουν ειδοποίηση μόνο αν ενεργοποιηθούν ταυτόχρονα ώστε να αποφεύγεται η ενεργοποίηση από ατύχημα. Ρυθμίζονται για ενεργοποίηση σε προεπιλεγμένο ελάχιστο μέγεθος σεισμού για να αποφεύγεται ενεργοποίηση με μικρούς σεισμούς. Η ενεργοποίηση και η μετάδοση ειδοποίησης γίνεται σε λιγότερο από τριάντα (30) sec με αποστολή sms προς προεπιλεγμένους χρήστες κερδίζοντας οκτώ (8) - δώδεκα (12) λεπτά για άμεση κινητοποίηση. Η ειδοποίηση συνοδεύεται με οπτικό και ηχητικό σήμα. Εντός ολίγων sec το σύστημα πρέπει να κάνει αυτόματη επανεκκίνηση ώστε να είναι έτοιμο να ειδοποιήσει για νέο σεισμό. Η αυτονομία του πρέπει να εξασφαλίζεται με ισχυρό UPS. Το σύστημα πρέπει να στέλνει αυτόματα sms σε περίπτωση διακοπής ρεύματος και σφάλματος επικοινωνίας. Ακόμη, πρέπει να εξασφαλίζεται η μεταφορά των οπτικών ενδείξεων του αισθητήρα σε ηλεκτρονικό πίνακα στο χώρο ελέγχου. Το παραπάνω σύστημα άμεσης ειδοποίησης θα συμπληρώνεται με τους τρεις (3) ήδη υπάρχοντες παλιρροιογράφους (Αίγιο, Ιτέα, Κόρινθος) και έναν (1) νέο που θα εγκατασταθεί, παρέχοντας άμεση πρόσβαση των καταγραφών στους επιλεγμένους χρήστες.
Η εγκατάσταση τοπικού συστήματος άμεσης σεισμικής ειδοποίησης στον Κορινθιακό, σε συνδυασμό με το τοπικό δίκτυο παλιρροιογράφων, θα αναβαθμίσει δραστικά τις δυνατότητες έγκαιρης ειδοποίησης τόσο για σεισμούς όσο και για τσουνάμι σε αυτή την κρίσιμης σημασίας περιοχή η οποία δεν καλύπτεται από το υπάρχον κεντρικό σύστημα προειδοποίησης.