top of page

Το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο είναι ένα από τα τρία Ινστιτούτα του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (που αποτελεί Εθνικό Ερευνητικό Κέντρο και υπάγεται στη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας του Υπουργείου Παιδείας, δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων) και ένα από τα παλαιότερα ερευνητικά ινστιτούτα στην Ελλάδα. Η Ελληνική Πολιτεία αναγνώρισε από νωρίς το σεισμικό πρόβλημα της χώρας και ίδρυσε το 1893 το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο, που από τότε λειτουργεί αδιάλειπτα. Οι κεντρικές του εγκαταστάσεις βρίσκονται στην Αθήνα, στο λόφο Νυμφών Θησείου. Βασική δραστηριότητα του Ινστιτούτου είναι η συνεχής (24/7) παρακολούθηση της σεισμικότητας του Ελληνικού χώρου και η ενημέρωση της Πολιτείας και του κοινού. Πρόσφατα, με νομοθετική ρύθμιση, στο Γεωδυναμικό Ινστιτούτο συστάθηκε τo «Εθνικό Κέντρο Προειδοποίησης για Θαλάσσια Σεισμικά Κύματα (tsunamis)» με σκοπό την ενημέρωση και την αντιμετώπιση του κινδύνου από αυτά τα θαλάσσια κύματα. Σκοπός του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου είναι η μελέτη και η ανάπτυξη της έρευνας (στη σεισμολογία, στη φυσική του εσωτερικού της Γης, στη γεωφυσική, στην τεκτονική των πλακών, στην ηφαιστειολογία, στη γεωθερμία, στη σεισμοτεκτονική, στην Τεχνική Σεισμολογία και στα θαλάσσια σεισμικά κύματα), η συλλογή και η επεξεργασία διαφόρων σεισμολογικών - γεωφυσικών παραμέτρων, η εκπόνηση έρευνας και η συμμετοχή σε ερευνητικά προγράμματα και σχετικές μελέτες, καθώς και η παροχή εκπαίδευσης και υπηρεσιών προς τρίτους. Το Ινστιτούτο διοικείται από Διευθυντή και διαθέτει Ερευνητές, Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης Ειδικό Επιστημονικό Προσωπικό, και Τεχνικό και Διοικητικό Προσωπικό. Για την επίτευξη των στόχων του λειτουργούν μόνιμο σεισμολογικό δίκτυο που αποτελείται από 45 σταθμούς που καλύπτουν όλο τον Ελληνικό χώρο, δίκτυο επιταχυνσιογράφων που έχει εγκατασταθεί στις μεγαλύτερες πόλεις του Ελληνικού χώρου με 70 ψηφιακά όργανα, μόνιμο δίκτυο GPS με 11 σταθμούς, μόνιμο δίκτυο παρακολούθησης tsunamis (υπό σχεδιασμό) και δίκτυο φορητών σεισμογράφων για την καταγραφή των μικροσεισμών, τον έλεγχο της δυναμικής κατάστασης των ρηγμάτων και την παρακολούθηση της μετασεισμικής εξέλιξης. Το Μηνιαίο Σεισμολογικό Δελτίο του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου αποτελεί σημαντική πηγή δεδομένων για πολλές ερευνητικές μελέτες,και διανέμεται έντυπα ή ηλεκτρονικά σε Σεισμολογικά Ινστιτούτα και υπηρεσίες σε ολόκληρο τον κόσμο καθώς και σε πολλούς ελληνικούς φορείς. Εκτός από τις προαναφερθείσες δραστηριότητες, το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο, ανεξάρτητα ή σε συνεργασία με τους άλλους σεισμολογικούς φορείς της χώρας αλλά και με Πανεπιστήμια του εσωτερικού και του εξωτερικού, έχει να παρουσιάσει και σημαντική ερευνητική δραστηριότητα, τόσο βασική, όσο και εφαρμοσμένη σε διάφορους τομείς της Σεισμολογίας και της Φυσικής του Εσωτερικού της Γης, συμμετέχοντας σε πολλά ερευνητικά προγράμματα που χρηματοδοτεί η Ε.Ε, η Ελληνική κυβέρνηση αλλά και άλλοι δημόσιοι ή ιδιωτικοί φορείς. Οι επιστημονικές εργασίες του προσωπικού του Ινστιτούτου έχουν δημοσιευθεί σε διεθνή περιοδικά, στα πρακτικά διεθνών συνεδρίων, σε συλλογικούς τόμους, κ.λπ., ενώ επιστήμονες του Ινστιτούτου έχουν βραβευθεί για τις εργασίες τους από την Ακαδημία Αθηνών. Η συμβολή επίσης του Ινστιτούτου στην εκπαίδευση είναι μεγάλη. Στο Γεωδυναμικό Ινστιτούτο έχουν εκπονηθεί και εκπονούνται αρκετές διπλωματικές εργασίες φοιτητών και διδακτορικές διατριβές σε συνεργασία με Πανεπιστήμια του εσωτερικού και του εξωτερικού. Εκατοντάδες επιστήμονες, ερευνητές, μελετητές και φοιτητές χρησιμοποίησαν και χρησιμοποιούν τα δεδομένα του Ινστιτούτου για ερευνητικές εργασίες και μελέτες. Από το 2007, στο Ινστιτούτο έχει ιδρυθεί από την UNESCO κέντρο μελέτης και εκπαίδευσης επιστημόνων των Βαλκανικών χωρών στα καταστροφικά φυσικά φαινόμενα.

Ο Τομέας Γεωφυσικής υπάγεται στο Τμήμα Γεωλογίας της Σχολής Θετικών Επιστημών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Αποτέλεσε το πρώτο γεωφυσικό και σεισμολογικό κέντρο εκτός Αθηνών με αντικείμενο την εκπαίδευση και την έρευνα. Ο Τομέας αναπτύσσει ερευνητική δραστηριότητα σε τομείς που σχετίζονται με το περιβάλλον (Σεισμολογία, Φυσική Εσωτερικού της Γης, Εφαρμοσμένη Γεωφυσική). Οι ερευνητικές δραστηριότητες αφορούν, πιο συγκεκριμένα, τη μελέτη και πρόβλεψη των φυσικών καταστροφών όπως οι σεισμοί και τα θαλάσσια κύματα βαρύτητας (tsunamis) και τη μελέτη της δομής του εσωτερικού της Γης με έμφαση στα ανώτερα στρώματα που παρουσιάζουν και οικονομικό, περιβαλλοντικό ή/και αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Ο Τομέας Γεωφυσικής έχει συμβάλλει στην επίλυση σημαντικών προβλημάτων της Ελληνικής κοινωνίας, που αφορούν στο φυσικό και το δομημένο περιβάλλον, με τη συμμετοχή του στη σύνταξη του Νέου Ελληνικού Αντισεισμικού Κανονισμού (ΝΕΑΚ), την παροχή πληροφοριών για την κατασκευή και την αντισεισμική θωράκιση σημαντικών κατασκευών (φραγμάτων, εργοστασιακών μονάδων, νοσοκομείων κ.λπ.), τον εντοπισμό θέσεων οικονομικής και αρχαιολογικής σημασίας, και την ενημέρωση των πολιτών και των αρμόδιων αρχών σε θέματα εξέλιξης της σεισμικής δραστηριότητας σε περιόδους σεισμικής έξαρσης. Ο Τομέας έχει εκπονήσει και συνεχίζει να εκπονεί ερευνητικά έργα στα αντικείμενα: μακράς διάρκειας πρόγνωση των σεισμών, βραχείας διάρκειας πρόγνωση των σεισμών, δομή του φλοιού και του άνω μανδύα της Γης, διάδοση και απόσβεση των σεισμικών κυμάτων, παραμορφώσεις του γήινου φλοιού, παλαιομαγνητισμός και τεκτονική, μαγνητοστρωματογραφία, αρχαιομαγνητισμός, παγκόσμια σεισμικότητα, σεισμοτεκτονική του Αιγαίου και των γύρω περιοχών, αρχαιομετρία - εντοπισμός και χαρτογράφηση θαμμένων αρχαιοτήτων, μελέτη σεισμικών ακολουθιών, σεισμικότητα του ελληνικού χώρου, σεισμική επικινδυνότητα, μικροζωνικές μελέτες, δυναμικά πεδία, βασική έρευνα με σεισμικές μεθόδους, συνεχής καταγραφή τελλουρικού πεδίου, γεωφυσικές διασκοπήσεις για τον εντοπισμό ορυκτών πρώτων υλών, γεωφυσικές διασκοπήσεις για τη λύση υδρολογικών και τεχνικών προβλημάτων, μαγνητοτελλουρική διασκόπηση, προσομοίωση εδαφικής κίνησης από ισχυρούς σεισμούς, χαρακτηριστικά διάρρηξης μεγάλων σεισμών του ελλαδικού χώρου, ανακατανομή των τάσεων μετά τη γένεση μεγάλων σεισμών.

Η Ερευνητική Μονάδα Εδαφοδυναμικής και Γεωτεχνικής Σεισμικής Μηχανικής (ΕΕΓΣΜ) (http://sdgee.civil.auth.gr) έχει μακρά και διεθνώς αναγνωρισμένη εμπειρία και τεχνογνωσία στα πεδία της γεωτεχνικής σεισμικής μηχανικής, της εδαφομηχανικής, της εδαφοδυναμικής, των αριθμητικών και στοχαστικών μεθόδων στη γεωτεχνική μηχανική και στη σεισμική μηχανική, της δυναμικής αλληλεπίδρασης εδάφους - θεμελίωσης και κατασκευής, του αντισεισμικού σχεδιασμού τεχνικών έργων υποδομής, της τεχνικής σεισμολογίας και ισχυρής εδαφικής κίνησης, των τοπικών εδαφικών συνθηκών και μικροζωνικών μελετών, της σεισμικής μηχανικής δικτύων κοινής ωφέλειας και υποδομών, της προστασίας μνημείων και ιστορικών κτηρίων έναντι φυσικών καταστροφών, της αποτίμησης τρωτότητας και διακινδύνευσης κατασκευών και συστημάτων. Από το 1985 συμμετέχει σε πολλά Ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα ως συντονιστής: ΕUROSEISTEST, EUROSEISMOD, EUROSEISRISK and SYNER-G, και ως βασικός συνεργάτης: LESSLOSS, RISK-UE, NEMISREF, CORSEIS, 3HAZ, MERP, SERIES, SHARE, SAFELAND, PERPETUATE, NERA, REAKT, SERA, EPOS, SIBYL. Η ΕΕΓΣΜ διαχειρίζεται μια μοναδική σε Ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο πειραματική υποδομή σεισμικής μηχανικής και τεχνικής σεισμολογίας, το EUROSEISTEST (http://euroseisdb.civil.auth.gr). Η ΕΕΓΣΜ διαθέτει μακρά εμπειρία στον αντισεισμικό σχεδιασμό σημαντικών τεχνικών έργων, όπως το μετρό Θεσσαλονίκης, ενώ είναι παγκοσμίως γνωστή σε θέματα εδαφοδυναμικής, επιρροής των τοπικών εδαφικών συνθηκών στην ισχυρή εδαφική κίνηση και στην εκπόνηση μικροζωνικών μελετών. Η ΕΕΓΣΜ διαθέτει πλήρη και σύγχρονο εξοπλισμό για την εκτέλεση κάθε είδους εργαστηριακών και επιτόπου γεωτεχνικών, γεωφυσικών δοκιμών, όπως και ενόργανης παρακολούθησης κατασκευών σε σεισμικές και άλλες καταπονήσεις. Διαθέτει και χρησιμοποιεί τα πλέον σύγχρονα και εξελιγμένα προγράμματα υπολογιστικής ανάλυσης και αντισεισμικών μελετών στους τομείς ειδικότητάς της. Με πολύ καλά εξειδικευμένο προσωπικό δεκαπέντε (15) ατόμων (ΔΕΠ, ΕΔΙΠ, μεταδιδακτορικούς ερευνητές και υποψήφιους διδάκτορες), προσφέρει πλήρες φάσμα υπηρεσιών για εκτέλεση επιτόπου ερευνών, εργαστηριακών δοκιμών και σύνθετων μελετών γεωτεχνικής μηχανικής, σεισμικής μηχανικής, τεχνικής σεισμολογίας, καθώς και μελετών σεισμικής τρωτότητας και διακινδύνευσης κατασκευών, συστημάτων και μνημείων. Συνεργάζεται με πολλά ερευνητικά ινστιτούτα, αλλά και τον κατασκευαστικό τομέα σε Ελλάδα και εξωτερικό, μεταξύ των οποίων και με τη Γαλλική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας (CEA-France).

Το γνωστικό αντικείμενο του Τομέα Γεωδαισίας και Τοπογραφίας (Τμήματος Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών) του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης είναι η μελέτη (μετρήσεις, επεξεργασία, απεικόνιση) των γεωμετρικών, κινηματικών και δυναμικών χαρακτηριστικών και δομών του γήινου και διαστημικού χώρου σε διάφορες κλίμακες. Πιο συγκεκριμένα, οι ερευνητικές και εκπαιδευτικές δραστηριότητες του Τομέα Γεωδαισίας και Τοπογραφίας επικεντρώνονται στα ακόλουθα πεδία: μελέτη του πεδίου βαρύτητας, αστρογεωδαιτικές μέθοδοι, διαστημικές - δορυφορικές μέθοδοι και εφαρμογές δορυφορικών συστημάτων πλοήγησης-GNSS, γεωδαιτικά και τοπογραφικά δίκτυα - προσδιορισμοί θέσεων, εντάξεις και συνδέσεις δικτύων με επίγειες μεθόδους, αυτοματοποιημένες αποτυπώσεις και εφαρμογές ρυμοτομικών σχεδίων, σε ειδικά θέματα τοπογραφίας και στη μελέτη της γεωδυναμικής συμπεριφοράς σε σεισμικές περιοχές με χρήση γεωδαιτικών μεθόδων. O Τομέας Γεωδαισίας και Τοπογραφίας αποτελείται από δεκατρία (13) μέλη ΔΕΠ και διαθέτει εκτεταμένο εξοπλισμό για την υποβοήθηση της εκπαιδευτικής και ερευνητικής του διαδικασίας. Με ευθύνη του Τομέα λειτουργούν τρεις (3) ψηφιακοί σταθμοί καταγραφής των θαλάσσιων παλιρροιών από τους οποίους ο πρώτος φιλοξενείται στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης από τον ΟΛΘ, ο δεύτερος στη "Βίλλα Μάγδα" της οικογένειας Μοσκώφ στον Πλαταμώνα Πιερίας και ο τρίτος στον Άγιο Χαράλαμπο, Μαρώνεια, του Νομού Ροδόπης. Επίσης, από τον Τομέα Γεωδαισίας και Τοπογραφίας έχει εγκατασταθεί βάση βαθμονόμησης ηλεκτρομαγνητικών οργάνων μέτρησης αποστάσεων στην περιοχή του Αξιού Θεσσαλονίκης αλλά και διάταξη βαθμονόμησης δεκτών GNSS. Επιπλέον, ο Τομέας έχει εγκαταστήσει και λειτουργεί δίκτυο μόνιμων σταθμών GNSS με μέρος αυτών να συμμετέχουν και στο Ευρωπαϊκό δίκτυο μόνιμων σταθμών EPN/EUREF.

Tο Ινστιτούτο Τεχνικής Σεισμολογίας και Αντισεισμικών Κατασκευών ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου εποπτείας του τ. ΥΠΕΧΩΔΕ (σήμερα ΥΠΥΜΕΔΙ) με το Άρθρο 12 του Ν. 1349/1983. Ως αποστολή έχει την εφαρμοσμένη έρευνα στους τομείς της Τεχνικής Σεισμολογίας, της Εδαφοδυναμικής και των Αντισεισμικών Κατασκευών για τη μείωση των συνεπειών των σεισμών στον άνθρωπο και στο δομημένο περιβάλλον. Με το Άρθρο 10 του Ν. 2919/2001 «Σύνδεση Έρευνας & Τεχνολογίας με την Παραγωγή και Άλλες Διατάξεις», το ΙΤΣΑΚ θεωρείται «ερευνητικό & τεχνολογικό κέντρο» με την έννοια του Ν.1514/1985 «Ανάπτυξη της Επιστημονικής και Τεχνολογικής Έρευνας», όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει. Είναι μοναδικό ερευνητικό κέντρο στον Ελλαδικό χώρο που δραστηριοποιείται σε αυτό το σύνθετο επιστημονικό και αναπτυξιακό αντικείμενο, και ένα από τα λίγα Ευρωπαϊκά κέντρα ειδικευμένα για το σκοπό αυτό. Τον Δεκέμβριο 2004 το ΙΤΣΑΚ απέκτησε Ειδικό Λογαριασμό Κονδυλίων Έρευνας (ΕΛΚΕ) σε συνέχεια του Νόμου 3004 του 2002. Με το Ν. 4002/2011 (Άρθρο 57, Παρ. 1), το ΙΤΣΑΚ καταργήθηκε ως αυτοτελές ΝΠΔΔ και συγχωνεύτηκε με τον Οργανισμό Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ) στις 22/8/2011. Μετά τη συγχώνευση, το ΙΤΣΑΚ εξακολουθεί να λειτουργεί με έδρα τη Θεσσαλονίκη ως ερευνητικό και τεχνολογικό κέντρο, όχι με αυτοτελή νομική προσωπικότητα, αλλά στο πλαίσιο πλέον του ΟΑΣΠ, χωρίς να έχει μεταβληθεί η ερευνητική του οντότητα. Τέλος, το Δεκέμβριο 2013, το ΙΤΣΑΚ, ως μονάδα έρευνας του ΟΑΣΠ, απέκτησε τις δικές του κτηριακές εγκαταστάσεις στους Ελαιώνες της Πυλαίας, όπου βρίσκεται πλέον σήμερα. To ΙΤΣΑΚ έχει στόχο την εφαρμοσμένη έρευνα, την τεκμηρίωση και την ανάπτυξη τεχνογνωσίας – τεχνολογίας στο χώρο της Αντισεισμικής Μηχανικής και της Τεχνικής Σεισμολογίας. Τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για αναβάθμιση, εμπλουτισμό και εκσυγχρονισμό της Αντισεισμικής Τεχνολογίας (π.χ. αποτίμηση φέρουσας ικανότητας κατασκευών – έργων υποδομής, διερεύνηση της σεισμικής συμπεριφοράς τους, επισκευές βλαβών, ενίσχυση της σεισμικής τους επάρκειας, κ.λπ.), να συνεισφέρουν στον εκσυγχρονισμό και στις διαδοχικές τροποποιήσεις του Αντισεισμικού Κανονισμού αλλά και στη σύνταξη Τεχνικών Οδηγιών σε ειδικά θέματα που εκφεύγουν του Αντισεισμικού Κανονισμού και, τέλος, να μειώσουν σημαντικά τις συνέπειες της ισχυρής σεισμικής κίνησης σε κατασκευές και έργα υποδομής της χώρας.

Ο Τομέας Γεωφυσικής - Γεωθερμίας του ΕΚΠΑ ιδρύθηκε το 1983, στεγάζεται στο κτήριο του Γεωλογικού Τμήματος στην Πανεπιστημιούπολη, περιλαμβάνει χώρους γραφείων, εργαστηρίων, αμφιθέατρο και αίθουσες οργάνων, και αποτελεί ουσιαστικά ένα νέο φορέα που είναι επέκταση του παλαιού Εργαστηρίου Σεισμολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με επιπρόσθετες δραστηριότητες σε θέματα θεωρητικής και εφαρμοσμένης Γεωφυσικής. Η έναρξη λειτουργίας του Εργαστηρίου Σεισμολογίας χρονολογείται από το 1929, με κύριους άξονες δραστηριότητας και προσφοράς την εκπαίδευση των φοιτητών του Φυσικού και Φυσιογνωστικού (κατόπιν Γεωλογικού Τμήματος) και την ενόργανη παρακολούθηση της σεισμικότητας του Ελληνικού χώρου, σε συνεργασία με το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών. Με την πολύχρονη προσφορά του, έχει αναπτύξει σε μεγάλο βαθμό τους κλάδους της Σεισμολογίας και της Γεωφυσικής, και έχει αναγνωριστεί από την Ελληνική και διεθνή επιστημονική κοινότητα. Οι επιστημονικές δημοσιεύσεις σε διεθνή και Ελληνικά επιστημονικά περιοδικά, η συμμετοχή των μελών του σε συνέδρια, η διοργάνωση διεθνών συνεδρίων, σεμιναρίων και διαλέξεων, καθώς και η ανάθεση ερευνητικών προγραμμάτων από την Ευρωπαϊκή Ένωση και Ελληνικούς φορείς, εκφράζουν την ανταγωνιστική δράση του Τομέα Γεωφυσικής και Γεωθερμίας του Πανεπιστημίου Αθηνών σε Ελληνικό και διεθνές επίπεδο. Η σεισμολογική έρευνα που επιτελείται πάνω από εξήντα (60) χρόνια έχει να επιδείξει σημαντική πρόοδο στη γνώση της σεισμικότητας και της σεισμικής επικινδυνότητας του Ελληνικού χώρου, στην εκπόνηση μικροζωνικών μελετών για την αντισεισμική θωράκιση και προστασία μιας περιοχής, στην εγκατάσταση και παρακολούθηση τοπικών μικροσεισμικών δικτύων για τον καθορισμό του σεισμοτεκτονικού καθεστώτος μιας περιοχής, κ.α. Έχουν μελετηθεί επίσης θέματα θεωρητικής σεισμολογίας, όπως νόμοι απόσβεσης των σεισμικών εντάσεων, σεισμικής ενέργειας, μηχανισμών γένεσης σεισμών, κ.α. Ο κλάδος της Γεωφυσικής αναπτύχθηκε γοργά τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα με την εφαρμογή των δυναμικών, σεισμικών, ηλεκτρομαγνητικών και μαγνητοτελλουρικών μεθόδων. Πρόσφατα, έχει δοθεί έμφαση στην ανάπτυξη μοντέρνων μεθοδολογιών, όπως είναι η σεισμική και γεωηλεκτρική τομογραφία, η υψηλής ευκρίνειας ανάκλαση, η παραγωγή και ανίχνευση εγκάρσιων κυμάτων, κ.α. Ο κλάδος της Γεωθερμίας, τέλος, ασχολείται με έρευνες για τον εντοπισμό, την αξιολόγηση και την εκμετάλλευση γεωθερμικών πεδίων. Επίσης, ο Τομέας έχει αποτελέσει επί σειρά ετών το μοναδικό πόλο έλξης για μετεκπαίδευση πτυχιούχων Φυσικών και Γεωλόγων σε θέματα Σεισμολογίας και Γεωφυσικής. Το Εργαστήριο Γεωφυσικής υπάγεται στον Τομέα Γεωφυσικής - Γεωθερμίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και ιδρύθηκε το 1999. Σκοπός του είναι να υπηρετεί και να προάγει τις εκπαιδευτικές και ερευνητικές ανάγκες και δραστηριότητες των διαφόρων Τμημάτων του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η επιτακτική ανάγκη χρήσης των πρόσφατων εφαρμογών της Διαστημικής Τεχνολογίας στην Εφαρμοσμένη Γεωφυσική και στις Γεωεπιστήμες εν γένει, οδήγησε στην αναγκαιότητα ίδρυσης "Ερευνητικής Μονάδας Διαστημικών Εφαρμογών στις Γεωεπιστήμες", ερευνητικής μονάδας υπαγόμενης στο Εργαστήριο Γεωφυσικής.

Το Τμήμα Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών ιδρύθηκε το 1989 και περιλαμβάνεται στα Τμήματα της Σχολής Θετικών Επιστημών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Στα είκοσι και πλέον χρόνια από την ίδρυσή του, το Τμήμα παρουσιάζει συνεχή ανοδική πορεία σε όλους τους τομείς. Στις προτιμήσεις των υποψήφιων φοιτητών, στο περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών και στις εκπαιδευτικές μεθόδους διδασκαλίας, στις ερευνητικές δραστηριότητες και στις πολλαπλές διεθνείς διακρίσεις, στον εμπλουτισμό των μεταπτυχιακών προγραμμάτων και στην εκπόνηση διδακτορικών διατριβών. Οι επιτυχίες του Τμήματος και η κατάταξη του στα εκατό (100) καλύτερα διεθνώς οφείλονται στο έμψυχο δυναμικό του. Το Διδακτικό Επιστημονικό Προσωπικό (ΔΕΠ) του Τμήματος αριθμεί εξήντα ένα (61) μέλη και συγκεκριμένα είκοσι ένα (21) Καθηγητές, οκτώ (8) Αναπληρωτές Καθηγητές, επτά (7) Επίκουρους Καθηγητές, οκτώ (8) Ομότιμους Καθηγητές και δέκα επτά (17) ΕΔΙΠ. Οι απόφοιτοι του Τμήματος, λόγω της καλής φήμης του αλλά και των προσωπικών τους επιδόσεων, γίνονται δεκτοί σε αξιόλογα μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών στο εξωτερικό και σε ΑΕΙ της χώρας. Οι πτυχιούχοι του Τμήματος έχουν πολύ καλές προοπτικές επαγγελματικής σταδιοδρομίας, επειδή στη διάρκεια των σπουδών τους αποκτούν στέρεο επιστημονικό και τεχνολογικό υπόβαθρο και σύγχρονες τεχνικές δεξιότητες. Όλοι μαζί, καθηγητές και φοιτητές, εργάζονται σε ένα περιβάλλον με καλές κτηριολογικές υποδομές - αμφιθέατρα και αίθουσες διδασκαλίας, σύγχρονο τεχνολογικό και δικτυακό εξοπλισμό εργαστηρίων εκπαίδευσης και έρευνας, και διατηρούν γόνιμο κλίμα διαλόγου και συνεργασίας για την επίλυση εκκρεμοτήτων που στέκονται εμπόδιο στη δυναμική.

Το Εργαστήριο Γεωφυσικής & Σεισμολογίας του Τμήματος Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου παραδοσιακά δραστηριοποιείται σε ευρύ τμήμα της έρευνας που διενεργείται στα επιστημονικά και τεχνολογικά πεδία της Σεισμολογίας, της Φυσικής του Εσωτερικού της Γης και της Εφαρμοσμένης Γεωφυσικής σε στενή, αμφίδρομη συνεργασία με το Εργαστήριο Μετρήσεων και Οργανολογίας του Τμήματος Ηλεκτρονικής του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου και τον Τομέα Φυσικών Πόρων & Φυσικών Καταστροφών του Κέντρου Τεχνολογικής Έρευνας Κρήτης. Ιδιαίτερα, εστιάζει τις ερευνητικές προσπάθειες στην πολυπαραμετρική μελέτη σεισμικών καταστροφών, στη σεισμοτεκτονική, στην πρόγνωση σεισμών, στην πολυκλαδική χωροχρονική εκτίμηση και διαχείριση σεισμικής επικινδυνότητας, στις μικροζωνικές μελέτες, στη μελέτη σεισμικών ακολουθιών, στην παραμόρφωση και δομή του φλοιού και του άνω μανδύα της Γης, στη μαθηματική προσομοίωση ροών, στη φυσική γεωϋλικών, στον παλαιομαγνητισμό, στη μελέτη της δομής του εσωτερικού της Γης με σεισμολογικές και γεωφυσικές μεθόδους διασκόπησης (βαρυτομετρική, μαγνητική, σεισμική, ηλεκτρική, ηλεκτρομαγνητική, ραδιομετρική, μαγνητοτελλουρική), με έμφαση στον καθορισμό της δομής των ανώτερων στρωμάτων που παρουσιάζουν οικονομικό, περιβαλλοντικό ή/ και αρχαιολογικό ενδιαφέρον (αρχαιομετρία). Στην κατεύθυνση επίλυσης επιστημονικών προβλημάτων που την απασχολούν, η πολυπληθής ερευνητική ομάδα του Εργαστηρίου Γεωφυσικής & Σεισμολογίας και των συνεργαζόμενων διατμηματικών εργαστηρίων (στο εξής αναφερόμενη εν συντομία ΕΟ - ΕΓΣ - ΕΛΜΕΠΑ) έχει εγκαταστήσει και λειτουργεί στο μέτωπο του Ελληνικού Τόξου εξαιρετικά προηγμένο Τηλεμετρικό Σεισμολογικό Δίκτυο πραγματικού χρόνου και σταθμούς ανίχνευσης σεισμο-ηλεκτρομαγνητικών διαταραχών. Στο ΕΓΣ - ΕΛΜΕΠΑ υφίσταται, από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 έως σήμερα, αδιάλειπτη επιστημονική και ερευνητική κατεύθυνση στη μελέτη των σεισμικών φαινομένων και της Φυσικής του Εσωτερικού της Γης, και έχουν επενδυθεί υλικοί και ανθρώπινοι πόροι αποκτώντας την απαραίτητη οργανολογία (μετρητικές διατάξεις πεδίου, συστήματα μεταγωγής δεδομένων, συστήματα επεξεργασίας, απεικόνισης και μαζικής αποθήκευσης δεδομένων, κ.λπ.) και αναπτύσσοντας ή αποκτώντας το αντίστοιχο επιστημονικό λογισμικό. Την ερευνητική ομάδα του ΕΛΜΕΠΑ - ΕΓΣ συνιστούν εξαιρετικά ειδικευμένοι ερευνητές με παραδοσιακή και επιτυχή επιστημονική ενασχόληση και συσσωρευμένη εμπειρία στα προαναφερθέντα αντικείμενα έρευνας. Οφείλει να επισημανθεί ότι η ιδιαιτερότητα της σύνθεσής της έγκειται στο γεγονός ότι αρμονικά συνδυάζει και αποδοτικά βελτιστοποιεί τις επιμέρους ερευνητικές εμπειρίες των μελών της. Ευθεία απόδειξη της συσσωρευμένης εμπειρίας και γνώσης των μελών του ΕΛΜΕΠΑ - ΕΓΣ προκύπτει από τη συμμετοχή στην υλοποίηση Ερευνητικών Έργων, σε συναφή με το προτεινόμενο έργο φυσικά αντικείμενα, στα πλαίσια Εθνικών (π.χ. ΠΕΝΕΔ) καθώς και μεγάλης κλίμακας Ευρωπαϊκών Ερευνητικών Προγραμμάτων (π.χ. EPOCH, ENVIRONMENT, κ.λπ.), σε συνεργασία με καταξιωμένες ερευνητικές ομάδες από Εθνικά και Ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια και Ερευνητικά Ιδρύματα. Στο πλαίσιο της επιστημονικής μελέτης των ερευνητικών αντικειμένων που προαναφέρθηκαν, η ΕΟ - ΕΓΣ - ΕΛΜΕΠΑ έχει διαρκή και στενή συνεργασία με ερευνητικές ομάδες από την Ελλάδα και σχεδόν όλες τις χώρες της Μεσογείου (με έμφαση αναφέρεται η ιδιαίτερα στενή συνεργασία με την Ιταλία), καθώς επίσης το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιαπωνία, τη Ρωσία, τις Η.Π.Α. και άλλες χώρες. Αξιοσημείωτη είναι και η υφιστάμενη συνεργασία της ΕΟ - ΕΓΣ - ΕΛΜΕΠΑ με τη Διεύθυνση Φυσικών Καταστροφών της UNESCO.

Το Εργαστήριο Σεισμολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών ιδρύθηκε το έτος 1990. Ανήκει στο Τμήμα Γεωλογίας (Τομέας Εφαρμοσμένης Γεωλογίας και Γεωφυσικής). Ως μέλος του Εθνικού Δικτύου Σεισμογράφων έχει την ευθύνη καταγραφής της σεισμικότητας στη δυτική Ελλάδα και την Πελοπόννησο μέσω ενός σύγχρονου ψηφιακού δικτύου 24 μόνιμων σεισμολογικών σταθμών. Το Εργαστήριο έχει στην κατοχή του φορητό δίκτυο ψηφιακών σεισμογράφων καθώς και διάφορα όργανα για γεωφυσικές διασκοπήσεις (π.χ. σεισμικές, ηλεκτρικές, ηλεκτρομαγνητικές, κ.α.). Επιπλέον λειτουργεί ένα σύγχρονο υπολογιστικό κέντρο επεξεργασίας σεισμολογικών και γεωφυσικών δεδομένων. Τα κυριότερα ερευνητικά ενδιαφέροντα του Εργαστηρίου είναι η συνεχής παρακολούθηση της σεισμικότητας στην Πελοπόννησο και στη Δυτική Ελλάδα, η ανάπτυξη και η εφαρμογή μεθοδολογιών μικροζωνικών, σεισμικών σεναρίων και μελέτης της σεισμικής διάρρηξης, η μελέτη της επίδρασης των τοπικών εδαφικών συνθηκών στην ισχυρή εδαφική κίνηση, η εφαρμογή σεισμολογικών τεχνικών για τη μελέτη του εσωτερικού της Γης, κ.λπ. Το Εργαστήριο ειδικεύεται ακόμα στην ανάπτυξη μεθοδολογιών εκτίμησης καταστροφών σε σχεδόν πραγματικό χρόνο καθώς και συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης. Έχει συμμετάσχει σε πολλά Ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα στο αντικείμενο της Σεισμολογίας και έχει αναπτύξει συνεργασία με πολλά Πανεπιστήμια και Ιδρύματα του εξωτερικού, όπως το Charles University in Prague, το Institut de Physique du Globe de Paris, το France Ecole Normale Supérieure, το Laboratoire de Géologie France, κ.α. Τέλος, πέρα από τις ερευνητικές του δραστηριότητες, το Εργαστήριο έχει αναπτύξει δράσεις ενημέρωσης της κοινωνίας σε θέματα σεισμών και αντισεισμικής προστασίας. Αυτό υλοποιείται μέσω παρουσιάσεων σε σχολεία και μέσω της εγκατάστασης σχολικών σεισμογράφων, με σκοπό, μέσα από την ενασχόληση αυτή, να αυξηθεί η ενημέρωση και η ετοιμότητα των μαθητών και της κοινωνίας γενικότερα σε ό,τι αφορά την προστασία από τους σεισμούς.

Το Εργαστήριο Γεωτεχνικής Μηχανικής του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών λειτουργεί από το 1985 με δραστηριότητες διδακτικές και ερευνητικές, τόσο στο πεδίο της Κλασικής Γεωτεχνικής Μηχανικής όσο και στη Σεισμική Γεωτεχνική Μηχανική. Το Εργαστήριο διαθέτει τον απαραίτητο εξοπλισμό για την εκτέλεση όλων των συμβατικών εργαστηριακών δοκιμών Εδαφομηχανικής( κοκκομετρία, πλαστικότητα, διαπερατότητα, στερεοποίηση, συμπύκνωση, αντοχή), βραχομηχανικής (συσκευή ανεμπόδιστης θλίψης 200 tn, συσκευή σημειακής φόρτισης, κυψέλη Ηoek), γεωσυνθετικών υλικών (φυσικές, μηχανικές και υδραυλικές ιδιότητες) αλλά και για μετρήσεις στα αντικείμενα της δυναμικής του εδάφους τόσο στο χώρο εργαστηρίου (συσκευή συντονισμού δοκιμίων, συσκευή ανακυκλιζόμενης τριαξονικής φόρτισης 2Ηz) όσο και για επιτόπου μετρήσεις με τις μεθόδους cross-hole, dawnhole, με τη μέθοδο επιφανειακών κυμάτων (SASW, MASW) και με την τεχνική “H/V”. Επίσης, διατίθενται όργανα για επιτόπου μετρήσεις και παρακολούθηση των μετακινήσεων σε παντός είδους εδαφικούς σχηματισμούς και κατασκευές (tiltmeters, inclinometers). Στο πεδίο της Γεωτεχνικής Σεισμικής Μηχανικής, το Εργαστήριο δραστηριοποιείται σε δύο κατευθύνσεις. α) Στη μελέτη της Ισχυρής Σεισμικής Κίνησης, μέσω του δικτύου επιταχυνσιογράφων UPAN, το οποίο αποτελείται από ένα μόνιμο δίκτυο οκτώ (8) επιταχυνσιογράφων εγκατεστημένων στην ευρύτερη περιοχή της Πάτρας, ένα φορητό δίκτυο τεσσάρων (4) επιταχυνσιογράφων και ένα κατακόρυφο δίκτυο αποτελούμενο από τέσσερις (4) επιταχυνσιογράφους. β) Στην πειραματική διερεύνηση αλληλεπίδρασης εδάφους κατασκευής σε μοντέλα γεωκατασκευών μικρής κλίμακας, με τη χρήση του εύκαμπτου πολυστρωματικού κιβωτίου τύπου laminarbox που διαθέτει το Εργαστήριο, και σε συνεργασία με το Εργαστήριο Σεισμικού Προσομοιωτή του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών. Επιπλέον, το Εργαστήριο διαθέτει εξειδικευμένα λογισμικά 2D& 3Dγια την αριθμητική προσομοίωση γεωκατασκευών κάτω από στατικές και δυναμικές φορτίσεις. Τα τρέχοντα θέματα ερευνητικής δραστηριότητας του Εργαστηρίου περιλαμβάνουν: χρήση του διογκωμένου πολυστυρενίου σε γεωτεχνικές κατασκευές, δυναμικές ιδιότητες και συμπεριφορά διογκωμένου πολυστυρενίου, ανάπτυξη νέων γεωσυνθετικών προϊόντων Ελληνικής παραγωγής, ιδιότητες και συμπεριφορά γεωσυνθετικών υλικών, οπλισμένο έδαφος, δυναμικές ιδιότητες και συμπεριφορά εδαφών, επιφανειακές θεμελιώσεις και μηχανική συμπεριφορά βραχομάζας.

Η μονάδα περιλαμβάνει τις υποδομές: 1) πλήρη σειρά συσκευών προσδιορισμού φυσικών χαρακτηριστικών και παραμέτρων μηχανικής συμπεριφοράς εδαφικών δοκιμίων [τριαξονικής φόρτισης (σε συνήθεις και μεγάλες τάσεις), απ’ ευθείας διάτμησης, στρεπτικής διάτμησης, Ι-Δ στερεοποίησης, κ.λπ.]. 2) πλήρη σειρά συσκευών εκτέλεσης εργαστηριακών δοκιμών βραχομηχανικής (συσκευή κοπής και λείανσης βραχωδών δοκιμίων, συσκευή μονοαξονικής και τριαξονικής φόρτισης δοκιμίων, συσκευή σημειακής φόρτισης, συσκευή διάτμησης ασυνεχειών βράχου, συσκευή χαλάρωσης, συσκευή κορεσμού δοκιμίων και προσδιορισμού πορώδους). 3) συσκευές εκτέλεσης γεωφυσικών δοκιμών στο εργαστήριο (δοκιμή υπερήχων για βραχώδη δοκίμια) και στην ύπαιθρο (crosshole, downhole, μετρήσεις δονήσεων). Τα αντικείμενα του “άτυπου» εργαστηρίου αφορούν το χαρακτηρισμό, την ταξινόμηση και τη συμπεριφορά των βραχωδών σχηματισμών, την ευστάθεια βραχωδών πρανών, τη γεωλογία φραγμάτων και τη μελέτη υπόγειων έργων). Συγκεκριμένα, τα ερευνητικά αντικείμενα περιλαμβάνουν: 1) Έρευνα της συμπεριφοράς ανισότροπων και ετερογενών πετρωμάτων στα έργα Πολιτικού Μηχανικού. 2) Γεωτεχνικές βάσεις δεδομένων με χρήση Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών. 3) Προσομοίωση καταπτώσεων βράχων με εργαστηριακές μεθόδους. 4) Τρισδιάστατη προσομοίωση τροχιάς πτώσεων βράχων. 5) Ευστάθεια βραχωδών πρανών και μέτρα σταθεροποίησης.

Το Εργαστήριο Ανώτερης Γεωδαισίας του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου ασχολείται με την εξυπηρέτηση των εκπαιδευτικών και ερευνητικών αναγκών της Σχολής Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο, στα πεδία των γεωδαιτικών και δορυφορικών μεθόδων και τεχνολογιών καθώς και των εφαρμογών τους. Για την εκπλήρωση της αποστολής τους, το Εργαστήριο αναπτύσσει ή/ και συμμετέχει στην ανάπτυξη προγραμμάτων διδασκαλίας και έρευνας σε θέματα συναφή με τα διδακτικά και ερευνητικά του αντικείμενα, αναπτύσσει και συντονίζει νέα ερευνητικά προγράμματα για τη μεθοδολογική, θεωρητική και επιστημονοτεχνική ανάπτυξη των σχετικών προπτυχιακών και μεταπτυχιακών μαθημάτων της Σχολής Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών του Ε.Μ.Π., και συμμετέχει ενεργά στη συνεργασία με όλα τα Ελληνικά και αλλοδαπά κέντρα ερευνών, ακαδημαϊκά ιδρύματα, επιστημονοτεχνικούς, λοιπούς φορείς, των οποίων οι επιστημονικοί στόχοι συναντώνται, συμπίπτουν, είναι συναφείς ή αλληλοσυμπληρώνονται με εκείνους του Εργαστηρίου.

Το Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας του Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών ασχολείται με την καταγραφή, τη διεπιστημονική μελέτη και τη διαχρονική παρακολούθηση των φυσικών, χημικών, βιολογικών και γεωλογικών διεργασιών που διέπουν τη δομή, τη λειτουργία και την εξέλιξη των θαλάσσιων και παράκτιων οικοσυστημάτων και της υποθαλάσσιας γεώσφαιρας. Tο Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας μελετά τη δυναμική των θαλάσσιων μαζών, τις κλιματικές διακυμάνσεις, τούς βιογεωχημικούς κύκλους, τα τροφικά πλέγματα, τη βιοποικιλότητα και την αλληλεπίδρασή τους. Διερευνά τους υποθαλάσσιους ενεργειακούς πόρους και γεωκινδύνους, τις ανθρωπογενείς επιδράσεις στο θαλάσσιο περιβάλλον και υλοποιεί δράσεις ολοκληρωμένης διαχείρισης της παράκτιας ζώνης. Δραστηριοποιείται στους τομείς της επιχειρησιακής ωκεανογραφίας, της “θαλάσσιας ενέργειας” και της υποθαλάσσιας γεωαρχαιολογίας. Οργανώνει και διαχειρίζεται ολοκληρωμένα θαλάσσια παρατηρητήρια και αναπτύσσει τη θαλάσσια τεχνολογία. Οι επιμέρους δραστηριότητες του ΙΩ αφορούν την έρευνα, την παραγωγή «χρήσιμης» γνώσης σε τελικούς χρήστες στα πλαίσια της “γαλάζιας ανάπτυξης”, την τεχνολογία, την εκπαίδευση και την κοινωνικής προσφορά - ενημέρωση κοινού.

bottom of page